Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018

ΠΡΑΞΗ ΕΞΑΦΑΝΙΣΗΣ: ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΛΧΗΜΕΙΑ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΩΝ




της Αντιγόνης Κατσαδήμα

Αν η βιαιοπραγία του αδύτου μπορεί να περιγράψει την πίεση που τα συναισθήματα ασκούν στον άνθρωπο, σε σχέση με την συνέχιση μιας πορείας και την σύστοιχη αναθεώρηση αποφάσεων, η Πράξη Εξαφάνισης του Σταύρου Σταυρόπουλου, από τις εκδόσεις Σμίλη, είναι μια λυτρωτική γραφή που την επικαλείται τόσο επιμέρους όσο και συνολικά: Με τρόπο που ο αναγνώστης καλείται να κατανοήσει τη διαφωνία - είναι και πραγματικότητας - όπως επισυμβαίνει και ωριμάζει συναισθηματικά μέσα του, ενόσω οι ζωηρές εικόνες από τις αγωνίες του ποιητή την καθιστούν ορατή. Το ταξίδι σε αυτές τις εικόνες και τους ενεργειακούς κύκλους τους, με τον έναν μέσα στον άλλον, γίνεται και συνωμοτικό, μεταξύ ποιητή και αναγνώστη. Καθώς ο ποιητής περιπλανιέται όπως ένας πειραματιστής, ένας αλχημιστής που τροφοδοτεί την έμπνευσή του μέσα από τα αστικά κολάζ και την Αθήνα-πόλη του σήμερα, με τα μπαρ και τις πλατείες, με τη διαρκή ροή της.

Από τον Επίλογο μέχρι τον Πρόλογο, οι παραδειγματικές απορίες του Σταύρου Σταυρόπουλου διατυπώνονται επάνω στη βάση αντίρροπων λέξεων-δυνάμεων, μέσα από ποικίλα ενεργειακά ζεύγη συνδετικής και διαλυτικής σημασίας. Κατά συνέπεια, αποκρυσταλλώνεται ένα ιδιαίτερο εκφραστικό ύφος, η δομή του οποίου υποδιαιρείται σε εποχές-της Συνήθειας, της Σιωπής, της Πέτρας και της Βροχής- ως αν ήταν ακέραιες Στήλες, αντίστοιχες με εκείνες του J. Bowring-Ισχύς, Σοφία και Ωραιότης. Διόλου τυχαίο, εξάλλου, ότι η εποχή της Σιωπής, ως άλλη Σοφία, βρίθει από ονόματα μεσολαβητών, όπως του Πόε, του Ταρκόφσκι, του Μπέκετ και του Μαγκρίτ. Η αλληλοδιείσδυση των αντιστικτικών κόσμων σε έναν και μόνο πλέον, με άξονα την ποιητική έκφραση, επισφραγίζει την κίνηση ανάμεσα σε πιθανότητα και πραγματικότητα: φως και σκοτάδι, οικουμενικό και επιμέρους. Η μαεστρία του ποιητή, εδώ, είναι προφανής.

Ειδικότερα, για να κατανοήσουμε τη δύναμη της άλλης καταστασιακότητας από την ανατροπή του δεδομένου οικείου, αρκεί να εξετάσουμε μερικούς διαλεκτικά ποιητικούς συνδυασμούς, όπως λόγου χάρη από τον Επίλογο είναι οι αντιστίξεις «άσπρο/δερμάτινο», «χρυσό/ριψοκίνδυνο» και «πόλη/βαλίτσα». Εν όψει των αναφερθέντων, η πρώτη εικόνα-χαρακτηρισμός αφορά στο είναι, στο αδιαίρετο, ενώ η δεύτερη στην κατάσταση και στο συγκεκριμένο, αυτό που δημιουργείται μέσα στο ποίημα. Προχωρώντας από το σημείο στη σύνθεση σημείων, είναι σκόπιμο να ενθέσω λίγους από τους στίχους του ποιητή, προκειμένου να γίνει ακόμη πιο σαφές το νέο ποιητικό περιβάλλον που δημιουργείται ενώπιον του διαλόγου των αντιθέσεων:

Από τις Ραγισμένες αγκαλιές:

Έβρεχε πάλι δέρμα
Από τις σκισμένες φωτογραφίες τους 

Εδώ, διαπιστώνεται πως η ακολουθία της σκέψης έχει ως εξής: βρέχει-ροή-ουλή-ρέει αίμα. Η φυσική προσωποποίηση αποκτά, εν συνεχεία, τεχνικό χαρακτήρα, απέναντι στο επιθανάτιο σημείο της λήψης, της φωτογραφίας.

Από το Ρέκβιεμ για ένα όνειρο:

Μια μέρα
Κάποιος πήρε το δωμάτιο 
Εδώ οι συνειρμοί έχουν ως εξής: κάποιος-όλο-μικρόκοσμος-από πρόσωπο άτομο. Η απότομη προσγείωση στην κανονικότητα, έξω από τα σύνορα της φροντίδας, αφήνει μια πικρή γεύση στον δωματιογνώμονα, ενώ το δωμάτιο ήταν το μήλο, το όλο, ο επίγειος ουρανός του.

Από το Νερό:

Όμως εγώ είμαι νερό
Εσύ είσαι η φωτογραφία του
Σχετικός με τα παραπάνω, αυτός ο συνδυασμός, νερού και φωτογραφίας, υπακούει στην αρχή ότι, το νερό σημαίνει κίνηση, ενώ η φωτογραφία δείχνει τη σταθερά. Το τελικό, ωστόσο «του», του νερού, υπαινίσσεται τον καθρεφτισμό, την αντανάκλαση, η οποία ενέχει την κίνηση και το πολλαπλό στο εν, αναιρώντας την αρχή του σημείου.

Από την Ανοσία:

Κάθε που βρέχει ακριβώς
Στις αόριστες καληνύχτες της πόλης
Και σε αυτό το σημείο, η σκέψη μας πληροί την εξής πορεία: ώρα-πανοραμικό και βροχή-πόλη. Με λίγα λόγια, ποτέ δεν βρέχει το ίδιο για την ποίηση, ιδίως όταν η γραφή χαρακτηρίζεται από μια δύναμη στα όρια του στοιχειώδους και του πύρινου.

Καθώς η ανάγνωση της ποίησης απαιτεί και ένα ανάλογο υπόβαθρο, από την πλευρά του αναγνώστη, ώστε ως διαδικασία να είναι υποκειμενική και, ως προορισμός, να εγκυμονεί τη συνεύρεση με τον εαυτό, προσωπικά, από τους πολλούς οξυδερκείς στίχους του Σταύρου Σταυρόπουλου,  ξεχώρισα την «αμετάφραστη θάλασσα» από την Ευχή. Δεν υπάρχει πιο εύστοχο επίθετο να περιγράψει, ή καλύτερα να απεικονίσει, αυτό που νιώθουμε για τη φύση και την εικόνα της θάλασσας. Είναι η καθαρή λύτρωση, χωρίς εξηγήσεις και διατυπώσεις. Έτσι απλά, αμετάφραστα. Ενώ πάντα η πόλη θα είναι το αντιφατικά τέλειο χρονογράφημα, ένα τηλεγράφημα αλλά και ένας δρόμος πραγματικοτήτων, η φύση θα είναι μια ακατέργαστη τράπεζα, αντίβαρο για τα όσα συσσωρεύονται στο σώμα, στη σπηλιά των σκέψεων και των συναισθημάτων.

Είναι σημαντικό να συναντιόμαστε με τα ποιήματα εκείνα που μας στρέφουν στην ποιητική αλχημεία των δυνατοτήτων. 

 info: για την ποιητική συλλογή «Πράξη εξαφάνισης» του Σταύρου Σταυρόπουλου, εκδ. Σμίλη.

Περιοδικό «Ο Αναγνώστης»
17.3.2018


 

Σάββατο 17 Μαρτίου 2018

Μ Α Γ Ι Κ Ε Σ (COPY PASTE) ΑΓΚΑΛΙΕΣ Ή Ο ΑΝΑΛΦΑΒΗΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ


Τι σημαίνουν τα αρχικά ενός ονοματεπώνυμου κρυμμένα σε μια φράση που προσπαθεί – με το εκβιασμένο πρόσχημα της ποίησης – να μιλήσει συνθηματικά για μια "σχέση"; Τι μπορεί να συμβολίζει πέρα από ένα ρηχό και φτηνό τέχνασμα; Όταν αυτό γίνεται φασόν, επαναλαμβανόμενη μανιέρα, φανταστική ρήτρα, συρόμενη επιγραφή, φωτοτυπία σημαίας, διαιωνιζόμενη χυδαιότητα, αντίγραφο προσώπου, θυμίζει εργοστάσιο παραγωγής απορριμμάτων. Ένα ένστολο φέρετρο που, παρά τις συνεχιζόμενες κηδείες του, δεν περιέχει κανένα νεκρό. Ένα ογκώδες, αδιόρθωτο τίποτα. Της χαρακτηριστικής ευκολίας. Της χαρακτηριστικής κενότητας. Της διαρκούς απάτης. Υπό την αιγίδα. 

Προσφάτως έπεσαν εκ νέου στην αντίληψή μου προτάσεις και λέξεις, με ενσωματωμένα αρχικά, ανθρώπου που γνώριζα επί πολλά χρόνια και συστήνεται τώρα ως "ποιητής". Με απαραίτητα συνοδευτικά credits αναφορών σε άλλους. Και θυμήθηκα κι άλλα πολλά, παλαιότερα. Τις ίδιες ακριβώς νοηματικά προτάσεις και λέξεις που απευθύνει παντού (και πρωτίστως σε μένα), αλλάζοντας μόνο τα δύο αρχικά του εκάστοτε ονοματεπώνυμου και τυλίγοντας πρόχειρα την συσκευασία των φράσεων (των ίδιων φράσεων), για να συσκευάσει συλλήβδην ανθρώπους διαφορετικού βάρους, είδους, εποχής και ποιότητας. Και βεβαίως, για να διασκευάσει ποιήματα και συναισθήματα. Φυσικά, άλλων.

Διερωτώμενος γιατί υπάρχει γραφή και άνθρωπος, θέλω να πω το εξής: Η ένδεια και η έκπτωση της γλώσσας είναι η ένδεια και η έκπτωση της ψυχής. Που είναι η ένδεια και η έκπτωση του ανθρώπου.

Πολλοί έρωτες, κανένας έρωτας.
Πολλές ψυχές, καμία ψυχή.
Πολλές λέξεις. Καμία Λέξη.

Η αγάπη, η λογοτεχνία, ο κόσμος ποτέ.

Γράφω μόνο αυτό γιατί είμαι ευγενής. Και γιατί, απλώς, η παραλία της Νάξου έγινε Δούναβης, που λίγο πριν ήταν Καλαμάτα ή Σύνταγμα και αύριο μπορεί να γίνει Σερβία. Ή και Ρόδος. Χωρίς να είναι ποτέ τίποτα.

Photo Credits: DFWM
[ΣΣ ΑΝ ΧΤ ΜΧ]

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2018

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΙΔΕΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ: ΠΟΙΗΣΗ ΠΟΥ ΚΑΘΗΛΩΝΕΙ




ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ
So Long, Marianne
Ποιήματα στη Μαρία
Σμίλη 2017

Ο τίτλος της τελευταίας συλλογής του Σταύρου Σταυρόπουλου, So Long, Marianne, φόρος τιμής στον Leonard Cohen και στο ομότιτλο τραγούδι του, με θεματική αποκλειστικά ερωτική, εστιάζει στο δίπολο του έρωτα: της γέννησης (Με σένα/Επισκεύασα μέσα μου/Το πρόσωπο του θεού) και του θανάτου (Δεν υπάρχει απάντηση/Σε μια ζωή που βασίζεται/Στην αδικία του συντελεσμένου), της άνθησης και της φθοράς (Θα ενώσω τα χρόνια μας /Και θα φτιάξω έναν άφωνο σιδηρόδρομο/Ένα σμήνος από σιδερένιες πεταλούδες/Μια ατέλειωτη σειρά από υστερόγραφα αγάπης), του ηρωισμού και της αποσύνθεσης (Παντρεύτηκα τις ρωγμές των μελών σου/Την άνοιξη εκείνων των γενναίων μαλλιών). Στο κέντρο γύρω από το οποία πλάθεται και εξελίσσεται η ποιητική ομιλία, ως σημαίνον και ως εικόνα τα λουλούδια, τα χρώματα και οι κήποι, ρομαντικά στοιχεία που συνεχώς ανατρέπονται από την καυστική και αυτοσαρκαστική ματιά του ποιητή. Οι στίχοι του ευθύβολοι και ανατρεπτικοί ισορροπούν ανάμεσα στην ιδέα, το συναίσθημα και τη σουρεαλιστική απόφανση. Ποίηση που καθηλώνει με την αμεσότητα, την ενάργεια και την ευαισθησία της.

IΦΙΓΕΝΕΙΑ ΣΙΑΦΑΚΑ
Περιοδικό Frear
2 Ιαν. 2018

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ


Κυριακή 4 Μαρτίου 2018

MARIANNE ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΑΓΑΠΗ



                                                                                       
                                                      ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟ


-Η Μαρία, η Marianne σου, θεωρείς ότι είναι ο βωμός που θυσιάζεις (προσφέρεις) αυτά τα ποιήματα;

-Η γλώσσα είναι ένας φτηνός πάροχος. Σου υπόσχεται πολλά και σου δίνει λίγα. Ελάχιστα. Σ’ αυτό μοιάζει αρκετά με τις σχέσεις των ανθρώπων. Εξαντλείς εύκολα τα προκαταρκτικά της άλφα, που σου παρέχουν την δυνατότητα να την μιλήσεις και να την γράψεις με επάρκεια, με αντίρροπους άξονες, με συμβολικούς όρους. Υπάρχουν, όμως, ακόμα 23 γράμματα, εξόχως αδιευκρίνιστα, εξόχως ανεκμετάλλευτα: Είναι τα πιο απλά, στην πιο καθημερινή εκδοχή τους, τα πιο γενναία. Και δεν μιλώ από την σκοπιά του μοντερνισμού, της κατασκευής, δηλαδή, διαφορετικών εικαστικών μοτίβων ή διακειμενικών υποδομών. Δεν είμαι κριτικός λογοτεχνίας εγώ. Την ίδια στιγμή που η γλώσσα μοιάζει φτηνή, είναι κι ένας αμύθητος θησαυρός εκ – πολιτισμού και αυτοσυνείδησης. Εξαρτάται από σένα, από ποια πλευρά θα την δεις, πώς θα την χρησιμοποιήσεις. Ψάχνοντας με αγωνία, μέσα στα χρόνια, τα μέσα που θα την χειριστείς, καταλαβαίνεις ότι η ίδια η γλώσσα είναι το μέσο. Όταν νιώθεις πως την εξαντλείς, επανέρχεσαι στην αφετηρία, στο πρωτόλειο – που δεν είναι πλέον πρωτόλειο, αλλά επιστροφή.  Η γλώσσα είναι που θα σε οδηγήσει στα επόμενα βήματα, όχι εσύ εκείνη. Το αποδέχεσαι – πράγμα πάρα πολύ δύσκολο – και προχωράς. Αυτό κατάλαβα εγώ με την Μάριαν. Και αυτό έκανα. Μετά από 20 βιβλία, ένιωσα την ανάγκη να ξαναγυρίσω, σοφότερος και πλουσιότερος, στην αρχή. Τα ποιήματα δεν προσφέρονται, ούτε θυσιάζονται σε κανένα βωμό. Στον κόσμο προσφέρονται, σ’ αυτόν απευθύνονται, με αυτόν συνομιλούν. Όλα τα υπόλοιπα είναι ιστορίες που κυκλοφορούν στις γειτονιές σαν επιδημία.


-Τι είναι αυτό που δίνεις στο κοινό με το “So Long, Marianne” και τι παίρνεις απ' αυτό;

- Σ’ αυτό ειδικά το βιβλίο δεν επιδίωξα να δώσω ή να πάρω το παραμικρό. Παρόλα αυτά, υπήρξαν σίγουρα πράγματα που πήρα και πράγματα που έδωσα. Το κείμενο που εκδόθηκε τελικά, ένα ενιαίο, μακροσκελές ποίημα σε 45 μέρη -  όλα κείμενα, άλλωστε, είναι, ακόμα και τα σώματα των ανθρώπων κείμενα είναι, του εαυτού που στεγάζουν – συντελέστηκε μέσα σε λίγες ώρες, καταγράφοντας, απλώς, κάποια συναισθήματα δωματίου, χωρίς να ενδιαφέρεται καθόλου για την ομορφιά των διαφόρων μοτίβων, χωρίς να το νοιάζει καθόλου το σπάσιμο της αφήγησης ή τα επίπεδα που  λειτουργεί σχηματικά ο λόγος. Μεταφέρει μόνο αυτό που πιστεύω ότι είναι η υπέρτατη Τέχνη: Την αγάπη. Το κείμενο αυτό υπερασπίζεται την οριστική αγάπη. Είναι τόσο απλό, και συνάμα, τόσο δύσκολο, αλλά και τόσο ισχυρό: Να εγκαταλείπεις τις διττές αναφορές, τις  ποιητικές αμφισημίες, τις αισθητικές παρεκβάσεις και να πλησιάζεις το έργο, μόνο με το ίδιο το έργο και όχι με τις θεωρίες που κινούνται γύρω απ’ αυτό, προσφέροντας επιπλέον επιχειρήματα και οπτικές. Η αγάπη δεν χρειάζεται επιχειρήματα. Χρειάζεται μόνο να την επιχειρήσεις. Ούτε ματιές, ούτε φιλολογικές καλλιέργειες, ούτε άλλου είδους δεκανίκια. Χωράει τα πάντα, βλέπει τα πάντα, κινεί τα πάντα. Σε ψηλώνει και σε εξιλεώνει ταυτόχρονα. Πέρασαν τρεις μήνες για να συμφιλιωθώ με το βιβλίο, και αυτός είναι και ο λόγος που πρώτη φορά μιλάω σε συνέντευξη για την Μάριαν, ενώ ήδη έχει ξεκινήσει η μετάφρασή του στα Γερμανικά. Νιώθω ότι μπορώ, μετά και την τόσο σύντομη, μέσα σε ένα μήνα, δεύτερη έκδοσή του, που μου δημιούργησε επιπλέον διερωτήσεις και επιπλέον αμφιβολίες. Όλον αυτόν τον καιρό ένιωθα κάπως περίεργα, άβολα, είχα ένα αφόρητο αίσθημα δυσφορίας, όχι λόγω της έκθεσης, φυσικά, αλλά εξαιτίας της επιλογής της συγκεκριμένης φόρμας, των συγκεκριμένων λέξεων. Δεν μοιάζει με προηγούμενα βιβλία μου. Είναι οι απλούστερες λέξεις, οι απολύτως αναγκαίες. Μοιάζει, όμως, με την αγάπη - αυτή είναι απολύτως αναγκαία σήμερα. Αυτό το βιβλίο, σε αυτή την εκδοχή, με αυτήν τη Μάριαν, ήταν, ίσως, το μοναδικό δώρο που θα μπορούσα να κάνω στον εαυτό μου και το μοναδικό που θα μπορούσε να διαδεχθεί την «Πράξη εξαφάνισης». Στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή η αναγκαιότητά μου ήταν αυτή. Να εκπέμψω μια φωτεινή ένδειξη απόλυτης επιείκειας, που είναι μια φωτεινή ένδειξη απόλυτης ανωτερότητας, που είναι μια φωτεινή απόδειξη αγάπης. Για το μέλλον θα δούμε. Άλλωστε το μέλλον διαρκεί πολύ, το έλεγε και ο Αλτουσέρ.


-Τι είχες στο μυαλό σου όταν έγραφες αυτά τα ποιήματα;

Παίρνεις κάποτε ένα ρίσκο, γιατί έτσι είναι σωστό να κάνεις πάντοτε. Το θεωρώ δίκαιο. Ή, τουλάχιστον, έντιμο. Ποτέ δεν μετράς ποιους χάνεις και ποιους κερδίζεις με αυτό. Το μόνο που έχει σημασία είναι τι κερδίζεις και τι χάνεις εσύ εσωτερικά στ’ αλήθεια, με αυτή σου την έκθεση. Για μένα εκεί κρίνεται όλο το αποτέλεσμα. Στην εσωτερική αλήθεια του κάθε έργου, που είναι η αλήθεια του κάθε δημιουργού. Από πότε στο πολύ ανθρώπινο έρχεται σαν απόλυτο συμπληρωματικό συνώνυμο και το πολύ λίγο; Από πότε, αλήθεια, η αλήθεια μάς μοιάζει λίγη; Η Μάριαν είναι η δική μου εκδοχή αλήθειας, η δική μου σημερινή κατάθεση και δεν έχω κανέναν λόγο να την αποσιωπήσω ή να την αμφισβητήσω, όπως έκανα τρεις μήνες τώρα, προσπαθώντας να καταλάβω. Δεν θα καταλάβω. Το πιθανότερο είναι να είναι ένα πολύ καλό βιβλίο, ένα ενδεδειγμένο βιβλίο, σε μια ενδεδειγμένη χρονική συγκυρία, ενός ενδεδειγμένου καιρού. Ή, ακόμα καλύτερα, ένα βιβλίο που δεν θα μπορούσα, για κανένα λόγο, να αποφύγω. Θα το χαρακτήριζα ίσως και ως ένα βιβλίο θανάτου. Η γλώσσα, σε οποιαδήποτε μορφή της, πενθεί την συγγένειά της με τον θάνατο. Με μια διαφορά: Δεν είναι αυτή ο θάνατος, αλλά το ίχνος του στους άλλους. Ο συγγραφέας είναι, ούτως ή άλλως, νεκρός. Γράφοντας δεν κάνουμε τίποτε άλλο απ’ το να αναπαριστούμε το ίχνος του θανάτου στους άλλους. Και να εξοικειωνόμαστε με αυτό. Κάθε λέξη είναι κι ένας μικρός θάνατος σε μια αυτοκρατορία σημείων. Τα ποιήματα έρχονται γιατί δεν γίνεται να μην έρθουν. Και φτάνουν εκεί που είναι να φτάσουν. Έτσι ήρθαν κι αυτά, έτσι γράφτηκαν.


-Μήπως εδώ αποκαλύπτεται η “Πράξη εξαφάνισης”;

-Ενδεχομένως. Η «Πράξη» είναι ένα βιβλίο σκληρό, επιθετικό, που παρόλα αυτά, αναπολεί την απρόσκοπτη, την ανιδιοτελή αγάπη. Την αφηγείται, την ξετυλίγει σε όλους τους στίχους, την δηλώνει στο τελωνείο ως εξαφανισμένη και κρατά την βίαιη ανάμνησή της, αφού αυτό της μένει να κάνει, κρατάει το χρώμα που είχε η θάλασσα όταν συνέβαινε. Ίσως τα πράγματα όταν συμβαίνουν, να είναι και ψεύτικα. Η αλήθεια τους αποκαλύπτεται μετά, στην εξαφάνισή τους. Έχει πάντα σημασία ο τρόπος που εξαφανίζεσαι. Δηλώνει πολλά για την ποιότητα της παρουσίας σου, το διάστημα που ήσουν «παρών» ή «ωσεί παρών». Μπορεί να περιέχει αρκετό δηλητήριο. Πρέπει, όμως, να μάθουμε να τιμάμε τα πρόσωπα και τα πράγματα που υπήρχαν, ανεξαρτήτως συνθηκών ή ιδιοτήτων. Με όποιο τρόπο και αν υπήρχαν. Και επιτέλους, να μάθουμε να βρισκόμαστε. Οι άνθρωποι που έζησαν μαζί ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας τους δεν γίνεται να πεθαίνουν σαν άγνωστοι. Πρέπει, τουλάχιστον, να πεθαίνουν ως γνωστοί. 

-Αν η ομορφιά είναι αίνιγμα κατά τον Ντοστογιέφσκι, μια Μαρία είναι η λύση;

-Μια Μαρία πάντα θα είναι η λύση. Μια Μαρία ξεκίνησε τον κόσμο. Και μια άλλη Μαρία τον τελείωσε. Αυτό που ζούμε σήμερα είναι μια ανάμνηση των όσων συνέβησαν εν τω μεταξύ.

-Σε αυτή τη συλλογή ήταν “συνοδοιπόρος” ο Νίκος Καρούζος;

-Δεν γνώρισα τον Νίκο Καρούζο, φταίει ίσως το έτος της γέννησής μου. Ήταν, φυσικά, ένας πολύ μεγάλος ποιητής που τον παρακολουθούσα. Όπως σημειώνω και στο βιβλίο ο Καρούζος εκείνη την περίοδο (1984 – 1986) σύχναζε στο πολύ γνωστό μπαρ των Εξαρχείων Dada και εκεί έγραφε διάφορους στίχους, εν είδει σημειωμάτων, για την μικρή Μαρία (ήταν τότε 6 ετών), κόρη του συνιδιοκτήτη του μαγαζιού Σταύρου Καλάρογλου. Τους παρέδιδε σε αυτόν για να τους δώσει στη Μαρία. Την ίδια την Μαρία δεν την γνώρισε ποτέ. Βρίσκω πολύ τρυφερή αυτή την ιστορία. Νομίζω ότι ο Καρούζος ήθελε με αυτόν τον τρόπο να προετοιμάσει την μικρή Μαρία και να την καταστήσει επαρκώς δυνατή για να αντέξει την μεγάλη φυλακή της ενηλικίωσής της. «Ο χρόνος είναι ακόμη για σένα θρίαμβος και σου τον εύχομαι πάντα», της έγραφε.  


-Επειδή ξέρω ότι σου αρέσει η μουσική, με ποιό κομμάτι ή καλλιτέχνη θα επικοινωνούσαν;

-Νομίζω πως το τραγούδι που θα χαρακτήριζε απόλυτα αυτό το βιβλίο είναι το «For the good times» στην εκδοχή του Johnny Cash. Και φυσικά το ομότιτλο τραγούδι του Leonard Cohen, προς τιμήν του οποίου τιτλοφορείται έτσι η συλλογή.

-Είναι η ζωή ένα διαρκές τέλος;

-Η ζωή είναι μια διαρκής άσκηση ετοιμότητας απέναντι σε κάτι που δεν πρόκειται να έρθει ποτέ. Μια συνεχής εξοικείωση με το ανέφικτο, το ανέλπιστο, το άδηλο. Με αυτή την έννοια είναι ένα διαρκές τέλος, που δεν τελειώνει ποτέ και εκτείνεται στο άπειρο. Αυτό προϋποθέτει, βεβαίως, ένα πράγμα: Σοφή διαχείριση του αδιεξόδου που προκύπτει από την μη τελεσφόρηση αυτού που περιμένεις. Εδώ, έρχεται η λογοτεχνία, η ποίηση, το διάσημο απόφθεγμα του Μπέκετ περί καλύτερης αποτυχίας. Υπάρχουν μερικές ήττες που είναι εσαεί νικηφόρες και αφήνουν το στίγμα τους στις εποχές. Αυτό σημαίνει ζωή: Να αποτυγχάνεις καλύτερα. Δεν έχω βρει μέχρι στιγμής καλύτερο τρόπο από την ποίηση. Η ποίηση μοιάζει με ένα χέρι απελπισίας στραμμένο προς τον ουρανό, ανεξερεύνητα άδειο, κι όμως τόσο γεμάτο από άγνωστους σπόρους. Το να γράφεις ποίηση είναι σαν να μετοικείς στο άγνωστο. Και το άγνωστο είναι ένα διαρκές τέλος – που δεν τελειώνει ποτέ.  



Το περιοδικό
Σαββάτο 3 Μαρτίου 2018

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΗΝ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ